- νεοττίς
- νεοττίς, ἡ (Α)(αττ. τ.) βλ. νεοσσίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοττίς — νεοσσίς girl fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσσίς — και νοσσίς και αττ. τ. νεοττίς, ἡ (Α) 1. μικρό θηλυκό πουλί 2. μτφ. (για πρόσωπα) μικρό σε ηλικία κορίτσι 3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) αἱ νοσσίδες είδος υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + επίθημα ις (πρβλ. νεωρ ίς)] … Dictionary of Greek